- προπωλώ
- προπωλῶ, -έω, ΝΑ, προπουλώ Ννεοελλ.πωλώ κάτι από πριν, δηλ. προτού κατασκευαστεί ή πριν ακόμη να είναι έτοιμο για παράδοση, πωλώ προκαταβολικάαρχ.πωλώ κάτι προηγουμένως ως αντιπρόσωπος, ως μεσίτης κάποιου, μεσιτεύω σε μια πώληση.
Dictionary of Greek. 2013.